- παρμεζάνα
- παρμεζάνα, η (λ. ιταλ.), είδος ιταλικού τυριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρμεζάνα — η είδος σκληρού ιταλικού τυριού που παρασκευάζεται από γάλα αγελάδας στην περιοχή τής πόλης Πάρμας στη Λομβαρδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parmesan, από την ονομ. τής ιταλικής πόλης Πάρμα] … Dictionary of Greek